- προκόλπιον
- προκόλπιονpart of a robe which falls over the breastneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκόλπιον — το, Α 1. το τμήμα ιματίου που διπλωνόταν μπροστά από το στήθος 2. μικρός κόλπος πριν από λιμάνι ή άλλο κόλπο, είσοδος, στόμιο κόλπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κόλπιον (< κόλπος), πρβλ. ἐγ κόλπιον] … Dictionary of Greek
προκολπίοις — προκόλπιον part of a robe which falls over the breast neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκολπίου — προκόλπιον part of a robe which falls over the breast neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκολπίῳ — προκόλπιον part of a robe which falls over the breast neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκόλπια — προκόλπιον part of a robe which falls over the breast neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)